- καμάκιον
- καμάκιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμάκιον — καμάκιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κάμαξ*), μικρός κάμαξ, καμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, ακος + υποκορ. κατάλ. ιον*] … Dictionary of Greek
κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το … Dictionary of Greek
καμάκι — Σύνεργο ψαρέματος με μία ή περισσότερες μυτερές αιχμές, που αποτελείται από ένα ακόντιο με πτερύγια στην άκρη, τα οποία το εμποδίζουν να βγει από το σώμα στο οποίο καρφώθηκε. Κατά κανόνα το κ. συγκρατείται με σχοινί από φυτικές ίνες για να… … Dictionary of Greek